Η ”Γραμμή Πλεύσης” είναι η πρώτη ποιητική συλλογή της Αγγελικής Ζήση-Τσάκου. Τίτλος συμβολικός με μεταφορική σημασία: Πυξίδα και σωστός προσανατολισμός στη ζωή. Η συλλογή αποτελείται από 52 ποιήματα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο και συνήθως ολιγόστιχα .Ο λόγος είναι αυθεντικός ποιητικός, αλλού λιτός, δωρικός, υπαινικτικός, αλλού λυρικός ,εκφράζει έντονα συναισθήματα, μέσω των εκφραστικών μέσων της μεταφοράς, της προσωποποίησης και της παρομοίωσης. Η συλλογή δεν διαιρείται σε θεματικές ενότητες, ωστόσο όμως το μάτι του αναγνώστη μπορεί να κάνει μια τέτοια διάκριση.
Στην αρχή συναντούμε ποιήματα λυρικά · αγάπη , στοργή , τρυφερότητα προς όλα τα μέλη της οικογένειας της ποιήτριας ,τα παιδιά της ,τους γονείς και το σύζυγο. Μια έντονη ευαισθησία διέπει όλη τη συλλογή, κυρίως όμως αυτά τα πρώτα ποιήματα. Η Αγγελική δανείζεται εικόνες από τη φύση για να εκφράσει τον ψυχικό της κόσμο, όπως τα λουλούδια ,τη θάλασσα, τον ήλιο, τον έναστρο ουρανό, τη βροχή, ,τα ελαιόδεντρα ,τους πολύτιμους λίθους :”κι ένα κορίτσι ,γέλιο στο βλέμμα, τραγούδι ολόκληρη, το πιο ωραίο λουλούδι στο μπαλκόνι μας” ,”το δάκρυ σου στου δρόμου τη γωνιά ,πολύτιμο σμαράγδι… .πόσο αξίζουν τα μάτια αυτά , γαλάζια πνοή της θάλασσας”, ”πού νά ‘σαι τώρα αγαπημένε”, ” και γω γελώ, όταν εσύ γελάς, η ευτυχία σου ,ευτυχία μου” .Υπάρχει όμως και θλίψη έντονη και συγκίνηση από την απώλεια της μητέρας της ”Δύει ο ήλιος κι είναι γλυκός. Έτσι έδυσε κι η ζωούλα σου καρδιά μου ….Εγώ δεν πρόλαβα να σου δώσω το ύστατο φιλί”
Συνεχίζοντας τη μελέτη, συναντούμε μια άλλη ενότητα ποιημάτων , τα στοχαστικά -φιλοσοφικά. Σ’ αυτά ,η ποιήτρια , προτείνει στάσεις ζωής, όπως, μέσα από τη σιωπή και το μέτρο στο λόγο, απεχθάνεται την ανούσια φλυαρία.” Της φλυαρίας τη λαλιά θα λησμονήσω κάπου μακριά”…” Ο λόγος μου μικρός ‘θε νά’ ναι, μεγάλη η σιωπή μου …πόσο πολύ μιλά η σιωπή μας αλήθεια!”
Ακόμα ,παρατηρεί το κακό ,γνωρίζει την ύπαρξή του, αλλά δεν το αγγίζει , το περνά ξυστά , δεν θέλει να συγκρουστεί μαζί του ,προτιμά να αμύνεται θωρακίζοντας την ψυχή της ”Αγγίζω τ’ αστέρια. Ζω. Τίποτα δεν μ ‘αγγίζει .Όλα τ’ ακούω βερεσέ. Ύψωσα τείχη απάθειας, έτσι πρέπει”. Έτσι ξορκίζει το μίσος και την εχθρότητα, μέσα της υπάρχει χώρος μόνο για ευαισθησία ,στοργή ,ευγνωμοσύνη και ελπίδα ”Κλείνω το κουτί της Πανδώρας , στο χέρι μου δεν είναι ; Και δεν με νοιάζει , πατάω το κουμπί για ένα βαλς ή μπλουζ αργό .Τώρα πετώ το κουτί της Πανδώρας πέρα, κρατώ το βαλς”.
Αναγνωρίζει την καλή της τύχη και είναι ευγνώμων γι’ αυτό, που την προστάτευσε από τη μανία του Ποσειδώνα, απ’ τους Λωτοφάγους , τη Σκύλα και τη Χάρυβδη.
Χαρακτηρίζεται από έντονη θρησκευτικότητα και πίστη στη Δύναμη και Πρόνοια του Θεού .Κάνει αναφορές στο Μεγάλο Ψαρά ,τον Απόστολο Πέτρο, την Πορεία προς Εμμαούς, το ‘Ορος των Ελαιών, τους Αρχαγγέλους που τους θεωρεί προστάτες της, αφού την οδηγούν σε ασφαλή μονοπάτια ,καθώς φέρει και το όνομά τους.
Αγαπά τη ζωή σ’ όλες της τις εκφάνσεις. Οι παρομοιώσεις που χρησιμοποιεί για να εκφράσει την αγάπη της αυτή ,είναι χαρακτηριστικές ”περιβόλι είναι η ζωή με παπαρούνες” κι αλλού, ”τραγούδι η ζωή, μακρόσυρτο, ηδονικό, μακροσκελέστατο, ατελείωτο, μόνιμο, οριστικό ,ζήσε λοιπόν την κάθε μέρα της , ξεχνώντας το παρελθόν”. Ταυτόχρονα όμως , σαν γνήσια ποιήτρια, δεν ξεχνά το χρέος ,το δρόμο του ”ακοίμητου νου” ,της συλλογικής ευθύνης για τους ανήμπορους και αδύναμους αυτού του κόσμου, τα πεινασμένα παιδιά και το χυμένο αίμα στους δρόμους και προτείνει τη συστράτευση ”εμείς οι μικροί ας μην κλείνουμε τα μάτια…. το δρόμο της λησμονιάς κανείς μας να μην πάρει”.
Στηλιτεύει την υποκρισία ,την ψευτιά ,τα βολεμένα χαμόγελα, το συμφέρον στις ανθρώπινες σχέσεις του δούναι και λαβείν και διακρίνει κανείς και μια λεπτή ειρωνεία για τις ελαστικές συνειδήσεις που καθαρίζουν εύκολα, όσο ο ορίζοντας απ’ την ομίχλη, όταν φυσήξει ελαφρό αεράκι.
Ακόμα ,βαθιά ανθρώπινη η ποιήτρια, καταδικάζει την αλαζονεία, τον εγωισμό και την πρακτική των διακρίσεων ”να ξέρω να δέχομαι το μη τέλειον, εξάλλου κι εγώ ακατέργαστη δεν είμαι;”.” Το ανθρώπινο αδυναμίες έχει κι αυτό πολύ το έχω νοιώσει”. Ωστόσο ,επιζητά την ανεξαρτησία, θέλει να αισθάνεται δυνατή και αυτόφωτη ”μόνη περπάτα, μην εξαρτάσαι από μένα, γίνε αητός βουνίσιος και ξεκίνα, ανάγκη δεν έχεις από δεκανίκια, γίνε φωτιά, γίνε δύναμη ατόφια”.
Άλλη μια μικρή ενότητα ποιημάτων είναι τα πατριωτικά -ελληνικά. Λατρεύει την Ελλάδα και είναι περήφανη γι’ αυτήν ,μιλάει με καμάρι για τα όμορφα κορίτσια της και τους λεβέντες νέους, τα ψηλά κάστρα της και τις ολόρθες εκκλησιές της , θαυμάζει τη δυνατή φύτρα των ελλήνων , που σα σπόρος στο βράχο, αντλεί δύναμη από το πουθενά .Κάνει αναφορές σε αγαπημένες ελληνικές γωνιές ,όπως οι Σποράδες, η Θεσσαλονίκη,, η Ναύπακτος κι ύστερα θρηνεί με το δράμα τη σύγχρονης κρίσης που ρήμαξε τη χώρα μας. Δεν περιορίζεται σε κραυγές εναντίον των Ευρωπαίων μόνο,αλλά σαν λογικός και εχέφρων άνθρωπος μοιράζει τις ευθύνες από τη μια στους συμπατριώτες μας, που τους συνιστά έλεγχο των αναγκών και σκληρή δουλειά ”σφυρί χρειάζεται στα χέρια και ατέλειωτο δρεπάνι” και ”φρένο βάζοντας στο νου ,τις πεθυμιές μας τις ορίζουμε” ”όσο η ανάγκη μεγαλώνει ,μεγάλη γίνεται η λευτεριά η δική σου”, κι από την άλλη ,απευθύνεται με αυστηρότητα στους ισχυρούς της γης που εξοντώνουν τους μικρούς κι αδύναμους ”εκτελέστε αθώους” , ”πυροβολείστε ανάμεσα στα φρύδια αθώους, γυναίκες, γιατί έτσι καλά περνάτε, σαδιστές!’
Αγαπά την Ελλάδα ,όμως συμπαθεί και την γειτονική Ιταλία. Αρέσκεται στη χρήση ιταλικών λέξεων και κάνει αναφορές σε περιοχές της όπου έχει ζήσει. Γίνεται ιδιαίτερα συγκινητική ,όταν μας θυμίζει τη Λάκουιλα και το μεγάλο σεισμό του 2009 με το νεκρό έλληνα φοιτητή ,όπου μια ”Greca μάνα κει την ψυχή της άφησε ,την άδειασε μέχρι κει που δεν παίρνει” και πενθεί μαζί της
Η δεύτερη ποιητική συλλογή ”Ταξίδια μου αλαργινά” αποτελείται κι αυτή από 51 ποιήματα που διαιρούνται από την ποιήτρια αυτή τη φορά, σε πέντε θεματικές ενότητες: Η πρώτη τιτλοφορείται ”Ιταλία”, η δεύτερη ”Τα ποιήματα της Πατρίδας”, η τρίτη ,”Αυτοβιογραφικά ποιήματα”, η τέταρτη ,”Ανένταχτα φιλοσοφικά” και η πέμπτη ”θρησκευτικά ποιήματα”
Στην πρώτη ενότητα ,τα περισσότερα, αν όχι όλα, είναι γραμμένα στη γειτονική μας χώρα .Υπάρχει σχεδόν σ’ όλα διάχυτη απαισιοδοξία και σκεπτικισμός,χωρίς να λείπουν εντελώς και αναλαμπές αισιοδοξίας, εφόσον η Αγγελική είναι άνθρωπος φύσει αισιόδοξος και με θετική ματιά στα πράγματα. ”Και πεζοπόροι μιας άδειας εποχής, τα χέρια απλώνουμε μες στο σκοτάδι… και τι να πούμε σ’ έναν κόσμο που παραληρεί;” ”Και για ποιαν αλήθεια σήμερα μιλάμε… αύριο πάλι η νέα μέρα κι όμως λογιόμαστε ευτυχισμένοι” ”Chiuso Camerino,dolce Camerino. Σαν να επέθανε η ψυχή σου …κι οι κάτοικοι σου εδώ δίχως εξάρσεις. Κλειστοί σαν τάφοι έγιναν ένα με τη φύση” ,”Μα όλοι υπάρχουν …Ζούνε; Δεν το ξέρω. ”Όμως η πίκρα κόμπος σ’ όλους. Άλλοι βουβοί απ’ το πολύ κρύο .Μείον έξι. Και πάντα αυτό στο έτσι. Αντέξαμε όμως”. Συνυφασμένο υπάρχει πού και πού και το αισιόδοξο στοιχείο ”Καντρίλιες ξεχασμένες μιας άλλης εποχής που αφήσαμε μας ψιθυρίζουν:”Κάτι αλλάζει , γλυκοχαράζει” . ”Το χτες πέρασε, χαμογελώ στο αύριο το ελπιδοφόρο”.
Στη δεύτερη ενότητα ”Τα ποιήματα της Πατρίδας” πικραίνεται για την ηθική και οικονομική παρακμή της χώρας της· όπως και στην πρώτη συλλογή ,έτσι και σ’ αυτήν ,συνιστά περίσκεψη, εργασία ,υπομονή και όχι άλλες αναβολές. Στηλιτεύει τη στάση των δυνατών απέναντι στη χώρα μας, αλλά κλείνει αισιόδοξα: ”Και πρέπει όλοι οι μικροί να είμαστε ενωμένοι, σαν μια γροθιά, λάβα γεμάτοι. Μα δεν χαθήκαμε ποτέ ίσαμε τώρα, γιατί τώρα;”
Στην τρίτη ενότητα ,στα αυτοβιογραφικά ,κυριαρχεί η συγκίνηση και η νοσταλγία .Θυμάται τους νεκρούς προγόνους της ,στιγμές οικογενειακές μαζί τους και εκφράζει την απέραντη επιθυμία της να τους έβρισκε ξανά. Το ποίημα ”Εις μνήμην γονέων”, θεωρώ ότι είναι το πιο χαρακτηριστικό της ενότητας:σε οκτώ μικρούς και λιτούς στίχους ,εκφράζεται αστείρευτη αγάπη ,συγκίνηση και νοσταλγία γι’ αυτούς που έφυγαν για πάντα από τη ζωή της ”Αυτοί που έφυγαν ,θα τους θυμάμαι σαν αστέρια φωτεινά, σαν αγιοκέρια και σαν λαμπάδες αναμμένες. Τα φωτεινά σημεία τους θα τα κρατώ. Κι τις ομίχλες τους πια τώρα αποδέχομαι”. Ωσόσο όμως σκέφτεται και τους ζωντανούς που λατρεύει και επιθυμεί να ζήσει μαζί τους αιώνια.
Άλλη ενότητα τα” Ανένταχτα φιλοσοφικά”. Κι εκεί διακρίνει κανείς την αγάπη στη ζωή και τη δράση, τη σωφροσύνη, την αίσθηση της προσωρινότητας και της ματαιότητας, το θαυμασμό προς τους αρχαίους μας φιλοσόφους , την ταπεινότητα. Θεωρώ πως υπάρχει έντονη επιρροή από τον Καβάφη στα ποιήματα ”Σκωπτικό φιλοσοφικό” και ”Βραδύτης”. Στο ”Γλυκοχαράζει” η Αγγελική, βρίσκει την αισιοδοξία της της πρώτης συλλογής ”Πλέω στο ακρωτήρι της χαράς με ανοιχτά πανιά…βρίσκω σεντέφια και αμέθυστο. Γεμίζω το δισάκι μου και ταξιδεύω”. Σε άλλα ποιήματα επικρατεί ο σκεπτικισμός ”θα σε ρωτήσω τότε ,είσαι ευτυχισμένος;” ”Κάποιοι χάρηκαν .Άλλοι λυπήθηκαν . Εσύ;”
Αισθητή γίνεται η ακλόνητη πίστη της στο Θεό, στα δύο τελευταία ποιήματα της συλλογής ”Ικεσία ”και ”Μια προσευχή”
Αξίζει να σημειώσουμε πως σ’ αυτή τη δεύτερη συλλογή, η ποιήτρια στέκεται παραινετικά απέναντι στη γυναίκα. Όντας γυναίκα και η ίδια, θέλει να την προστατέψει από το κακό που καιροφυλακτεί ,ειδικά στον έρωτα, ο οποίος μπορεί να είναι ”δενδρολίβανο σε θυμιατήρι άγιο, αγιόκλημα στη θύρα της καρδιάς, προσκυνητάρι σε χείλη λατρεμένα. Φλόγα αγάπης, τρυφεράδα, και εικόνα άγια χιλιοφιλημένη”, ωστόσο όμως, όταν τα ”όρια κάποιος ξεπεράσει ,υπάρχει κι η δικλείδα ασφαλείας”, η ισορροπία δηλ. που πρέπει να υπάρχει , η αμοιβαιότητα, και η αξιοπρέπεια μέσα σ’ αυτόν , γιατί διαφορετικά, ή θα καταλήξει σε μια επιδερμική επιπολαιότητα ” lontano-σύντροφοι-lontano. Τους πήρε ο άνεμος. Bruti corsi. Bruti uomini per te” ή ο έρωτας – ήλιος μπορεί να μεταμορφωθεί σε” θεριό ανήμερο” που ”έρμαιο ζητούσε μια ψυχή να τηνε κάνει”…”τώρα βρυχάται το θεριό ,οσμίστηκε καινούριο αίμα. Πίνει καινούριο αίμα ”κι ψυχή της γυναίκας κουρελιάζεται και καταστρέφεται.
Ακόμα υμνεί τη γυναικεία φιλία που στηρίζει σε δύσκολες στιγμές και ακυρώνει τη μοναξιά. Τελικά το Essere donna(το να είσαι γυναίκα), είναι να ξεπερνάς την ίδια σου τη φύση και τα ανθρώπινα μέτρα ,και πάλι όμως χωρίς μεγάλες υπερβολές, γιατί, πιο κάτω καιροφυλακτεί η αδικία κατά του εαυτού της.
Η Αγγελική με τις δύο αυτές ποιητικές της συλλογές μας ευαισθητοποίησε, μας συγκίνησε, μας ταξίδεψε, μας δίδαξε. Βιώσαμε έντονα και όμορφα συναισθήματα· αισθανθήκαμε περισσότερο ανθρώπινοι, περισσότερο συνειδητοποιημένοι. Η ίδια γράφει στον επίλογο της πως η ποίηση γι’ αυτήν δεν είναι απάγγειο και καταφύγιο, ούτε λιμάνι ,παρά είναι κινητήρια δύναμη, μοχλός και φλόγα που κάτι θέλει να πει σ’ όσους την αγγίξουν. Νομίζω πως το πέτυχε με το παραπάνω!
Εκδόσεις Εχέδωρος
Βαμβακά Αννέτα
Φιλόλογος-Μέλος της Ε.Λ.Β.Ε.