Η εμπειρία του ταξιδιού στο Άγιο Όρος στην Ν.Ελληνική Λογοτεχνία από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις μέρες μας.Εκδόσεις Γρηγόρης,Αθήνα 2017,σσ.510.
Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί ένα μαγικό οδοιπορικό στον ιερό Άθωνα…Η κ. Ευαγγελία Δαμουλή – Φίλια γίνεται η Βεατρίκη μας στην αθωνική πολιτεία, μας ξεναγεί και φωτίζει μέσα από τα μάτια, τη φωνή και τα λογοτεχνικά κείμενα εικόνες, στιγμές, πρόσωπα και συναισθήματα λογοτεχνών στην ιδιαίτερη συνάντησή τους με τον καθαγιασμένο Άθωνα.
Στα προσκυνήματά τους αυτά οι λογοτέχνες ήταν πρόθυμοι να αναζητήσουν το άγνωστο, τη γνώση, την ελευθερία, τον εαυτό τους, να υποφέρουν και να μεταμορφωθούν. Η χερσόνησος του Αγίου Όρους γεμάτη δάση , με ένα φως καθάριο αποτελεί ιδανικό προορισμό για το ταξίδι. Και σ αυτήν ακριβώς την έννοια του ταξιδιού στο χρόνο και στους πολιτισμούς είναι αφιερωμένο το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ώστε να μυήσει τον αναγνώστη στο ταξίδι- προσκύνημα δίνοντας τη δυνατότητα να παρακολουθήσει με μεγαλύτερη ευχέρεια τις εμπειρίες των ταξιδιωτών.
Οι λαοί προσδίδουν στο βουνό ιδιότητες φυσικής, ψυχικής και πνευματικής ανάτασης. Η άνοδος συμβολίζει την πνευματική ανύψωση και γίνεται ο σύνδεσμος ανάμεσα στη γη και στον ουρανό, η οδός μέσω της οποίας ο άνθρωπος μπορεί να ανυψωθεί στο θείο και το θείο μπορεί να αποκαλυφθεί στον άνθρωπο. Το άβατον δηλώνει τόπο ιερό, απάτητο και απαραβίαστο, τόπο μύησης. Έτσι το ταξίδι στον Άθωνα είναι το ταξίδι που αφορά την έκσταση, τη δοκιμασία, τη μύηση.
Γίγαντας της Θράκης ο Άθως και έτσι, ως κάτι υπερφυσικό και θεϊκό είδαν οι αρχαίοι τα ψηλά βουνά του. Χώρος ιερός από τα αρχαία χρόνια όπως μας περιγράφεται στο 2ο κεφάλαιο του βιβλίου κι έτσι φυσική συνέχεια ήταν η ίδρυση του κοινοβίου της Μεγίστης Λαύρας από τον Αθανάσιο Αθωνίτη στα μέσα του 10ου αιώνα εγκαινιάζοντας μια οικουμενική διάσταση της ορθοδοξίας που αποτελεί πλέον και την ιδιαιτερότητά του ενώ η παρουσία μοναχών αναφέρεται ήδη στη Σύνοδο του 843. Οι μονές επεβίωσαν την Οθωμανική περίοδο και η φήμη τους επεκτάθηκε από τον 11ο αιώνα, όταν Ρώσοι μοναχοί ξεκίνησαν να έρχονται στον Άθωνα, να επηρεάζουν και να επηρεάζονται. Ανάγλυφα παρουσιάζεται η θέση και η επιρροή του Αγίου Όρους στους επόμενους αιώνες μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, όταν το νεοσύστατο ελληνικό κράτος κάνει τα πρώτα βήματα στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια σκηνή.
Κι αφού αντιληφθήκαμε την έννοια του ταξιδιού και γνωρίσαμε το Άγιο Όρος από την αρχαιότητα, προχωράμε στο βασικό μέλημα του βιβλίου: πως δηλαδή οι λογοτέχνες κάθε περιόδου αντίκρυσαν και βίωσαν το ταξίδι τους. ενθουσιάστηκαν; Απογοητεύτηκαν; Γιατί πήγαν; Τι σήμαινε σε κάθε διαφορετική εποχή το προσκύνημα στο Άθωνα;
Και φυσικά αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι η λογοτεχνική παραγωγή δεν είναι ξεκομμένη από τη περιρρέουσα πολιτική, κοινωνική και ιστορική περίοδο. Κάθε λογοτέχνης είναι δημιούργημα της εποχής του, των ιδιαίτερων συνθηκών της. Για αυτό και στην αρχή καθενός από τα επόμενα κεφάλαια προηγείται μια σύντομη αλλά σαφής περιγραφή της κάθε περιόδου, έτσι ώστε να εντάξουμε ομαλά τον δημιουργό στην εποχή του και να αντιληφθούμε ολοκληρωμένα τις ιδιαίτερες προσδοκίες και αποτυπώσεις, διευκολύνοντας μας να παρακολουθήσουμε τόσο την εξέλιξη του ελληνικού κράτους όσο και συγκεκριμένα λογοτεχνικά δείγματα.
Οι δυο τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα βρήκαν την Ελλάδα να προσπαθεί με ορθολογισμό και πρόθεση εκσυγχρονισμού να λύσει τα οικονομικά προβλήματα που την ταλάνιζαν και να διεκδικήσει την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας στο ευρωπαϊκό κάδρο. Η ελληνική κοινωνία αναζητά την ιστορική ταυτότητα μέσα από τον λαϊκό πολιτισμό και το ενδιαφέρον για το Άγιο Όρος είναι ιδιαίτερα έντονο. Έτσι ο Αλέξανδρος Παπαδιάμαντης επισκέφτηκε το Όρος χάριν προσκυνήσεως αλλά δεν βρήκε την πνευματικότητα που περίμενε, οπότε δεν επέστρεψε ποτέ ενώ ο συνονόματος και συμπατριώτης του Αλέξανδρος Μωραϊτίδης που έγινε μοναχός περιγράφει με θαυμασμό τους μοναχούς που γνώρισε εκεί. Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης ως ταξιδιώτης ανταποκριτής εντυπωσιάζεται από τα μοναστήρια και το τοπίο και περιγράφει: «Είναι τόσο ψηλή κι απότομη η κορυφή του Άθωνα που λησμονάει κανείς ότι είναι άφτερο δίποδο και του φαίνεται ότι έχει φτερά και βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα γης και ουρανού.» Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου προσεγγίζει με εικαστική ματιά αποτυπώνοντας μαρτυρίες και τη δική του αντίληψη με άξονες τον ασκητισμό, την τέχνη και τη φύση.
Ξεχωριστή προσέγγιση αυτή του Νίκου Καζαντζάκη που λαβωμένος από πνευματικές ανταρσίες και μεταφυσικές έγνοιες συνάντησε τον Άγγελο Σικελιανό. Σαράντα μέρες κράτησε η περιοδεία τους στο Άγιο Όρος, γεμάτη ενθουσιασμό, αγωνία και αγαλλίαση. Πως ο Θεός υπάρχει κάτω από κάθε προσωπίδα δεν έχουν καμιά αμφιβολία- Διόνυσος, Χριστός, Ηρακλής- δεν έχουν την παραμικρή αμφιβολία. Το μέγα δέος, η μόνη επιτρεπτή αμφιβολία είναι αν θα μπορέσουν να στήσουν ένα ναό στη δόξα Του αντάξιο, σ εκείνον και στην πίστη τους. Κατά τη διάρκεια μιας αγρυπνίας σκέφτεται τη θεοποίηση της ανθρωπότητας και οι λέξεις άνοδος και κάθοδος επαναλαμβάνονται στα κείμενα του συνέχεια. «όλη η αγωνία του ήταν πως θα μπορέσει να σώσει τον Θεό μέσα του, δηλαδή να σωθεί ο ίδιος μέσα στον Θεό. Ολοένα παλεύει με τον Θεό στο πλάι του, με τον Θεό αντίκρυ του.» Συσχετίζει την άνοδο του Ιησού στον Γολγοθά με την δική μας άνοδο και την προσπάθεια μας να γίνουμε πραγματικοί άνθρωποι. «Να ο ανήφορος που πήρε ο Χριστός και μας καλεί να πάρουμε κι εμείς ακολουθώντας τα ματωμένα του χνάρια. Να το χρέος του αγωνιζόμενου ανθρώπου – να φτάσουμε κι μείς- εκεί που ο υιός της σωτηρίας έφτασε τον Χριστό». Όμως ο Καζαντζάκης μόλις έφυγε από τον Άθωνα βρέθηκε ξανά ολομόναχος, πολλά ερωτήματά του είχαν μείνει αναπάντητα. Νιώθει πως η πραγματική κατοικία του Χριστού δεν είναι η μοναχική ή η ασκητική και το πραγματικό μοναστήρι δεν πρέπει να βρίσκεται σ ένα απόμερο μέρος. Ο Χριστός υπάρχει μέσα στον κόσμο, παρών με συνεχή τρόπο , στη διάθεση αυτών που τον έχουν ανάγκη. Είδε τους μοναχούς φοβισμένους και μόνους αλλά τους ασκητές σαν τους πιο μεγάλους αγίους. Από τη σοφία των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους συγκράτησε τη μυρωδιά από τους μουσμουλιές που άνθιζαν στην είσοδο της βιβλιοθήκης. Ο θεός δεν είναι στα μοναστήρια του Άθωνα αλλά στη φύση και στη ζωή.
Μαζί του στο ταξίδι ο Άγγελος Σικελιανός. Οι δυο τους σκόπευαν να ιδρύσουν ένα μοναστήρι κοσμικό για να ενωθούν τα μέλη της διασπαρμένης ανθρωπότητας. Ο Σικελιανός είδε το προσκύνημα στο Όρος ως αυτοδιδαχή και αυτοπαιδεία και αξιοποίησε τα βιώματά του στην ποίηση του, εκχριστιάνισε τη ψυχή του αποκτώντας συνείδηση της γης, της φυλής και της πίστης των πατέρων του.
Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο διάστημα 1920-1940. Η αποσταθεροποίηση των συνθηκών του Α’ παγκοσμίου πολέμου, η άνοδος του φασισμού και του κομμουνισμού θα επηρεάσουν και την Ελλάδα στο κρίσιμο αυτό διάστημα. Ο πόλεμος και η μικρασιατική καταστροφή, το ναυάγιο της Μεγάλης Ιδέας, η πολιτική και κοινωνική αστάθεια θέτουν για τους λογοτέχνες ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Οι περισσότεροι θα στρατευτούν σε πολιτικούς αγώνες και ο θαλασσόβρεχτος Άθωνας γίνεται καταφύγιο για εκείνους που έβλεπαν εκεί τη συνέχεια της φυλής. Η φυγή με τη μορφή του ταξιδιού σε μέρη άγνωστα υπόσχεται γνώση, επικοινωνία, εμπειρία και δημιουργία.
Ο Φώτης Κοντογλου ως λογοτέχνης και ταυτόχρονα ζωγράφος αποτελεί τον ιδανικότερο προσκυνητή. «οι λιγοστοί που νιώθουνε τον κόσμο όπως τον νιώθω εγώ, ας έρθουν μαζί μου να πάμε κατά τα μέρη που δεν υπάρχει καμιά μηχανή, κανένα τέτοιο πονηρό είδωλο, εκεί που είναι η πλάση κι ο άνθρωπος όπως τα έκανε ο Θεός, απλά και βλογημένα, εκεί που δε βιάζεται κανένας, μήτε έχει ταραχή στο μυαλό του γιατί δεν τρέχει να πιάσει τον διάβολο να τον βάλει στο μπουκάλι.» Ο Κόντογλου ανεβαίνει στο Άγιο Όρος σπρωγμένος από φυσική αγάπη προς την άγρια φύση και τις περίεργες περιπέτειες. Ενθουσιάζεται από την τέχνη και παίρνει αντίγραφα έργων.
Ο ίδιος σημειώνει «Τότε που πρωτοπήγα στο Όρος ήταν άνοιξη. Τσακισμένος όπως ήμουν από την προσφυγιά, σαν να ξαναγεννήθηκα. Έλαχε να βρω τρεις πατριώτες μου κι έζησα μαζί τους μια ζωή, που ακόμα τη θυμάμαι και κλαίω γιατί βάσταξε τόσο λίγο». Πίστευε ότι ο Ελληνισμός κι η Ορθοδοξία θα γίνουν τα αντίβαρά στην απώλεια των εδαφών της Μ. Ασίας και στο Όρος βίωνε τη μυστική ουσία του ορθόδοξου ασκητισμού.
Ο συγγραφέας και ζωγράφος Νίκος Βέλμος στον Άθωνα θα αναζητήσει τη φύση, θα ψάξει τον εαυτό του για να συμφιλιωθεί μαζί του, θα είναι το καταφύγιο του στην ταραγμένη εποχή του Μεσοπολέμου. Περιγράφει ο ίδιος «Εδώ μένω σαν ερωτευμένος μα σαν ερωτευμένος που βλέπει ό,τι θέλει και που φαντάζεται ό,τι θέλει και που ξεχνά, ξεχνά. Κι ό,τι ξαναθυμάται το θυμάται αλλιώς. Εδώ που το κοράκι είναι αγαπητό σαν το περιστέρι και το ψωμοτύρι το χαίρομαι σαν κανένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Χαμηλά στη ρεματιά και ψηλότερα απ’ τις χώρες τόσα μέτρα…», «Άρχισα πια κι εγώ να αγαπώ αληθινά τον εαυτό μου και να τον καμαρώνω γιατί καταλαβαίνει ότι χρειάζεται γνώση και καρδιά μαζί για να το καταλάβουμε και μου ρχονται δάκρυα στα μάτια για Αυτόνε που μου μαθε την άρνηση του κακού, που με λευτέρωσε από τόσα και τόσα και μ έφερε ύστερις από τόσα χρόνια σ’ αυτή τη διάθεση».
Ο Τάκης Παπατσώνης, ποιητής και διανοούμενος της γενιάς του Κώστα Καρυωτάκη και του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, γλωσσομαθής και πολυταξιδεμένος, γνώρισε κατά την πολύμηνη παραμονή του στον Άθωνα πολλές φορές την αγωνία της ψυχής και του σώματος. «Μεσάνυχτα Σαββάτου με Κυριακή, Ανάστασης ημέρα. Σημαίνει στη γαλήνη της νύχτας ο όρθρος του Πρωτάτου, ο όρθρος του Κουτλουμουσίου, ο όρθρος της Σκήτης του Αγίου Προδρόμου. Ετούτη τη μουσική των όρθρων πως να μη την πω, να μην την ξαναπώ.
Να καταλήξει όλη ετούτη η κίνηση στη Θεία Λειτουργία της αυγής. Όντως μεγάλη, μεγαλότατη ημέρα θα ξημερώσει. Εδώ πέρα μόνο στο Όρος το κατανοείς. Βγαίνω κι εγώ ταπεινός και διπλωμένος στην αναπεταξιά μου. Και που να πετάξω σε τέτοια φωταυγή υψώματα της τραγικής της πίστης.»
Ο Κώστας Ουράνης, δημιουργός μαζί με τον Νίκο Καζαντζάκη της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, στο ταξίδι του αφήνεται να ενωθεί με τη φύση αλλά στις λειτουργίες νιώθει να απουσιάζει η πνευματικότητα. Προειδοποιεί πως «δεν θα βρείτε εκεί όπως στα καθολικά μοναστήρια ούτε σοφούς ούτε θεολόγους που κινούνται σε πνευματικές σφαίρες…ούτε ανθρώπους που να λιώνουν σαν κεριά από την έκσταση ή την ανησυχία της μυστικοπάθειας. Το πνεύμα του κατηχισμού και της φιλανθρωπίας λείπει…αλλά οι πιο σεβάσμιοι άνθρωποι του Όρους, εκείνοι που διαιωνίζουν την ασκητική παράδοση των πρώτων αναχωρητών ζουν στα Καρούλια».
Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, επισκέφτηκε στα 25 του χρόνια από περιέργεια το Άγιο Όρος αναζητώντας την ενότητα του χρόνου, και φαίνεται πως κατανόησε το ρόλο της Εκκλησίας στη σωτηρία του κόσμου, αφού επισκέφτηκε συνολικά το Όρος 94 φορές. Όταν είναι εκεί προσπαθεί να ζει σαν μοναχός: νηστεύει, προσεύχεται, υπακούει, στιλβώνει τη θήκη των αγίων λειψάνων και μαγεύεται από τη συνύπαρξη νεκρών και ζωντανών. Ο Πεντζίκης αγαπούσε το Άγιο Όρος και τους μοναχούς, γιατί βιώνουν το θείο Έρωτα. Γράφει ο ίδιος « εγώ πείσθηκα για το Άγιον Όρος όχι γιατί είναι καλοί ή κακοί οι αγιορείτες ούτε γιατί συνεχίζουν τη βυζαντινή παράδοση αλλά γιατί μια μέρα μπαίνοντας τυχαία στην εκκλησία την ώρα που κοιμόντουσαν οι περισσότεροι κατάλαβα ότι η εκκλησία είναι η παστάς και οι καλόγεροι πηγαίνοντας στην εκκλησία δεν ζούσαν παρά μόνο τον θείο Έρωτα. Ο Έρως είναι η ευτυχία, οι αγιορείτες είναι ευτυχισμένοι γι αυτό το λόγο.
Την ίδια περίοδο ο Νίκος Κάλας, υπερρεαλιστής και μαρξιστής στοχαστής, θα προσπαθήσει να τραβήξει τον άνθρωπο από κάθε απομόνωση καταγγέλλοντας τον μοναχισμό. Οι μοναχοί για αυτόν «είναι αλλόκοτοι, τρελοί, χτυπημένοι από απανωτά αστροπελέκια, σταυρωμένοι μακριά από τα ανθρώπινα, κοντά σε μαρμαρωμένους σταυρούς που φυλάγουν νεκρούς, στο Όρος που γεννιούνται και πεθαίνουν νεκρά μοναστήρια.»
Το Σεπτέμβριο του 1940, παραμονές του πολέμου, επισκέφτηκε τις μονές του Αγίου Όρους ο κερκυραίος καθηγητής ιστορίας και βυζαντινολογίας Ανδρόνικος Τζώρας. Γέννημα της επίσκεψής του ήταν το βιβλίο «Ξωτική πολιτεία», τίτλος που μας προδιαθέτει για τη στάση του προς το Άγιο Όρος. Εκεί ο συγγραφέας αναρωτιέται για την ματαιότητα του πολέμου ενώ οι αναμνήσεις του θα αποτελέσουν παρηγοριά τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. «Το ξωτικό τοπίο σε φέρνει σε ρεμβασμούς. Λησμονάς το χθές, το πικρό, το άσχημο και ζεις εδώ, ζεις ανάμεσα σε ουρανό και γη μεταρσιωμένος, βυθισμένος σε ρεμβασμούς. Από δω πάνω το μοναδικό θέαμα μιας σεληνοφώτιστης νύχτας, ψηλά στο βουνό, στην ερημιά, μέσα στα έλατα, σ’ ένα ξωκλήσι, πλάι σε μια πηγή που κελαρύζει αδιάκοπα είναι κάτι που πρέπει να απαθανατίσουμε στη μνήμη μας, είναι κάτι που πρέπει να αποθαυμάσουμε».
Κι αν ο Ανδρόνικος Τζώρας βρήκε καταφύγιο και γαλήνη, την ίδια περίοδο ο Θωμάς Μαλαβέτας χαρακτηρίζει το Άγιο Όρος ως «πένθιμη πολιτεία». Πήγε για να ανακαλύψει για ποιο λόγο μαχόταν ο ασκητής, για ποιο λόγο έφυγε από τον κόσμο, χωρίς τελικά να μπορεί να δώσει απάντηση.
«Το Άγιο Όρος, δίνει μια πένθιμη εντύπωση όταν φτάνεις από το θόρυβο του κόσμου ως εδώ. Είναι ατελείωτες οι νύχτες των μοναστηριών, τουλάχιστον για τον ξένο. Πως περνάει μια ολόκληρη νύχτα…Το κοινόβιο είναι η εξαφάνιση του ατόμου. Το σύνολο, μοναρχικά διοικούμενο, κυριαρχεί εκεί. Όλοι δουλεύουν σ αυτό κι απ’ αυτό συντηρούνται χωρίς να δικαιούνται τίποτα ιδιόχτητο.» ο συγγραφέας δικαιολογεί τελικά τις ατασθαλίες των καλογέρων γιατί όπως παραδέχεται «είναι βαριά η καλογερική».
Στο διάστημα της γερμανικής κατοχής το Άγιο Όρος τέθηκε υπό γερμανική δικαιοδοσία απαγορεύοντας στους μοναχούς να παρέχουν φιλοξενία, να κρύβουν και βοηθούν τους πολίτες που δεν είχαν ειδική άδεια. Η περίοδος ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τους Εξαρτηματικούς, για αυτούς δηλαδή που ζούσαν έξω από τις Μονές, σε Σκήτες, κελιά, καλύβες ησυχαστήρια και καθίσματα, αφού δεν μπορούσαν να διαθέσουν τα εργόχειρα που έφτιαχναν για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα.
Το τέλος του εμφυλίου πολέμου θα βρει την Ελλάδα εγκλωβισμένη στο μίσος του ψυχροπολεμικού κλίματος και τους διανοούμενους, τραυματισμένους από τις εμπειρίες του Β παγκοσμίου πολέμου και του αδελφοκτόνου εμφυλίου. Θα αναζητήσουν την εθνική ταυτότητα και την κοινωνική φυσιογνωμία του ελληνισμού και θα επικεντρωθούν στις αξίες της λαϊκής παράδοσης και της ελληνικής επαρχίας. Αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα με απαισιοδοξία και παθητικότητα και συχνά αναζητούν τη λύση στη φυγή και στο ταξίδι.
Ο Βασίλης Βασιλικός που έφτασε στο Άθωνα σε μια μεταβατική για τον ίδιον περίοδο ψάχνει να βρει ένα σκοπό «Γιατί ταξιδεύω; γιατί φεύγω; Γιατί γυρίζω;» Έφτασε Μεγάλη Παρασκευή στη Μονή Βατοπεδίου «Η φρίκη του μαύρου και της μοναξιάς πλημμύρισαν τη ψυχή μου. Η φρίκη εξακολουθεί. Δεν υπάρχει τρόπος για να βγω. Βουλιάζω σε μια πολυθρόνα, στο ημίφως. Πως να αντιδράσω;»
Ο Σπύρος Μελάς που διατείνονταν μεταπολεμικά ότι «Η Ελλάδα όλων των εποχών θα μας σώσει και θα μας δείξει τον δρόμο προς τα μπρος κι όχι οι Φράγκοι» περιγράφει την άφιξη του «Το καράβι πλησίαζε να ρίξει την άγκυρα του και ήμαστε γεμάτοι από κάθε τι που μια τόσο αντιφατική και περιπετειώδης εποχή, καθώς αυτή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, μπορεί να υποβάλει, όταν ένα όραμα, Δαντικό, εντελώς απίθανο, μας τράβηξε το βλέμμα: Επάνω στα σκοτεινά κύματα της θάλασσας που κόχλαζε εχόρευαν ελαφρά τα βαρκάκια του Άθω που τα τραβούσαν φαντάσματα με πρόσωπα κίτρινα, του θανάτου, γένεια πυκνά και κυματίζοντα ολόμαυρα ράσα. Καμιά ζωή, κανένας θόρυβος ή βόμβος ζωής». «σε όλη τη γη δεν υπάρχει κατοικημένο μέρος που να πνέει τόση αυστηρότης, τόση κατήφεια, τόση μελαγχολία όσο στις Καρυές». Ο Μελάς νιώθει την ατμόσφαιρα μακάβρια για τους κοσμικούς και έντονη την έλλειψη γυναικών και παιδιών ενώ δεν παραλείπει να καυτηριάσει και την έλλειψη αληθινής ψυχικής και πνευματικής ζωής.
Ο σπουδαγμένος στη Θεολογία και στη Φιλοσοφία Νικόλαος Λούβαρις σκέφτεται πως «Το θείον ή Άγιον βιούται κατά πολλαπλόν τρόπο υπό της ανθρώπινης ψυχής. Το βίωμα τούτο είναι δέος προς τον Άγνωστον και Υπερδύναμον, τρόμος προς της εις φρίκην εμβαλλούσης δυνάμεως, γοητεία την οποία ασκεί ένεκα του μυστηρίου, που την περιβάλλει, ευγνωμοσύνη δια την αγαθότητα.»
Το θείο για τον Λούβαρη βιώνεται με την άρνηση του κόσμου, με την απόλυτη στροφή προς τον Θεό ως μοναδική και ύψιστη αξία. « Η θρησκεία δεν έχει δική της γλώσσα, προστρέχει εις την ποίησιν και την μουσικήν, την ζωγραφικήν και την αρχιτεκτονικήν. Δι’ αυτών αγωνίζεται να δώσει αισθητήν μορφήν εις τα περιεχόμενά της. Εδώ η γυναικεία μορφή εξιδανικεύεται, γίνεται συμπάρεδρος της θεότητας, λυτρώτρια, πηγή εμπνεύσεως και παραμυθίας.» Νιώθει τον μοναχισμό ως την ασίγαστη νοσταλγία του ανθρώπου για τον χαμένο παράδεισο και τη φυγή από τον κόσμο ως μια ψυχική ανάγκη του ανθρώπινου βίου.
Παρόμοια, ο Λάκωνας καλλιτέχνης Κούλης Λαμπαθάς νιώθει πως «Το Αγιονόρος, μ όλα αυτά τα θαύματα που ιστοράνε, είναι γεμάτο μυστήριο. Τ’ άυλο και τ’ αόρατο πλανιούνται στο Όρος. Τίποτα δεν θαύρεις απ’ το δικό μας τον κόσμο που ζει και υπάρχει. Ατέλειωτοι θρύλοι περνάνε από στόμα σε στόμα, για να φτάσουν ως τις μέρες μας.» Στη Μονή των Ιβήρων γνωρίστηκε με τον γέροντα Αθανάσιο και περιγράφει « σαν τέτοιοι το κράτησαν για να σταθεί λαμπάδα της Ορθοδοξίας και γωνιά του Ελληνισμού στα χρόνια του σκλαβωμού μας. Ποιος θα τους κρίνει γι’ ανθρώπινες αδυναμίες; Τη σάρκα θα παλαίψεις πολύ για την καταπνίξεις. Είναι δυνατός τούτος ο νόμος της φύσης. Ο αγιορείτης καλόγερος παλεύει σ’ όλη του τη ζωή για να πνίξει τούτο τον αιώνιο νόμο. Εμείς δω κάτω θα πρέπει να τους χρωστάμε χάρη για ό,τι φυλάξανε σε μια χιλιόχρονη ζωή. Όσο προκατειλημμένος κι αν είσαι , σαν βγεις στο Αγιονόρος, σαν μιλήσεις μαζί τους, σαν τους ζήσεις και τους γνωρίσεις, θα αλλάξεις.»
Ο Γιώργος Θεοτοκάς επισκέφτηκε τον Άθωνα μετά τον θάνατο της αγαπημένης του. Η οδοιπορία του στάθηκε μια αποκαλυπτική μαρτυρία. Θεωρεί ότι ο μοναχισμός του Όρους είναι η δυναμική κοινωνική πρωτοπορία του εκκλησιαστικού σώματος και η ακτημοσύνη των μοναχών παραμένει το ιδανικό της χριστιανικής γνησιότητας. « Το Άγιο Όρος, όταν νιώσαμε τη βαθύτερη σημασία του, προβάλλει στα μάτια μας σαν μια μεταφυσική εμπροσθοφυλακή της Ορθοδοξίας- η σπουδαιότερη το δίχως άλλο- ταγμένη για να αγωνίζεται στις άκρες του χριστιανικού πνεύματος και να διατηρεί την επαφή με τις μυστικές πηγές της πίστης. Όποια κι αν είναι τα χρέη της Εκκλησίας απέναντι στο εθνικό και κοινωνικό σύνολο, αυτή η πνευματική επαφή δεν θα έπρεπε ποτέ να πάψει να υπάρχει στο Άγιο Όρος ή αλλού. Αν μια μέρα κάθε εμπροσθοφυλακή ατονήσει και η επαφή χαθεί, η «εν τω κόσμω» Εκκλησία θα διατρέξει τον κίνδυνο να μην είναι τίποτα παρά μια ιδιότυπη αποξεραμένη γραφειοκρατία».
Χαμένος παράδεισος είναι και για τον Γιάννη Βασιλείου που νιώθει πως στον Άθωνα θα δει ο επισκέπτης μόνο ό,τι είναι ψυχικά προετοιμασμένος να γνωρίσει. Κατανοεί την απόφαση ηλικιωμένων ανθρώπων να τελειώσουν τη ζωή τους εκεί αλλά αντιτάσσεται στην απόφαση των νέων ανθρώπων να στραφούν στο μοναχισμό. Ο ίδιος εξομολογείται πως παρακίνησε έναν νεαρό δόκιμο μοναχό να ξαναγυρίσει στον κόσμο και νιώθει τύψεις για το «αμάρτημα του», αφού τονίζει αργότερα πως είναι ανάγκη να σταματήσει η ερήμωση και να βρεθεί τρόπος για την ενίσχυση των μοναστηριών για να μην πάρουν την ψυχρή μορφή ενός μουσείου.
Παρόμοια ο Ιωάννης Παναγιωτόπουλος περιγράφει «Το Άγιο Όρος δεν είναι μόνο η φύση, η τέχνη, η πίστη, η παράδοση, η ιστορία. Είναι κάτι πολύ περισσότερο: το νόημα. Αν δεν κάμεις δικό σου το νόημα, ξένος πηγαίνεις και ξένος επιστρέφεις από το Όρος. Αν το κάμεις δικό σου, τα πάντα ξαναβρίσκουν το πραγματικό τους ανάστημα. Υπάρχει μια περιπέτεια του ανθρώπου, μια περιπέτεια ψυχής εκεί, που έχει αφήσει ζωντανά τα χνάρια της. Κι ένας κόσμος αλλότροπος, ιδιόρρυθμος, ο μεσαιωνικός, ελληνικός κόσμος, σταματημένος στην πιο ελκυστική ώρα, αυτός ο «ένδοξος μας βυζαντινισμός».
«Να τι είναι ο Άθως! Από μακριά ωραίος, από κοντά τρομερός, από πιο κοντά άγιος! Τα Καρούλια έχουν μια ποίηση και μια έκσταση και μια έξαρση που ξελογιάζουν τη φαντασία του ταξιδιώτη σε σημείο που να αισθάνεται ανύπαρκτος, μηδαμινός σ’ αυτή τη ζωή, χαμένος σε λάθος μονοπάτι», μας μεταφέρει από το δικό του ταξίδι ο Θεμιστοκλής Αθανασιάδης Νόβας, ποιητής και δημοσιογράφος από τη Ναύπακτο.
Το διάστημα της δικτατορίας οι λογοτέχνες προσεγγίζουν τον Άθωνα ως λύτρωση από τη ζοφερή πραγματικότητα. Ο Παντελής Πάσχος αναφέρει ότι η πηγή της χριστιανικής πίστης είναι το Άγιον Όρος. Οι σύγχρονοι άνθρωποι φεύγουν κουρασμένοι από τις πολιτείες και ζητούν τη λύτρωση στον αγιορείτικο ασκητισμό. «απόψε κανείς να μου ζεστάνει δε μπορεί τα κρύα δάχτυλα εκτός απ΄ το κομποσκοίνι που ένας ερημίτης μου εχάρισε για ευλογία στο φρικτό καρούλι του Άθωνα».
Η μεταπολίτευση θα φέρει νέους θεολογικούς και κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς σε μια Ελλάδα που διαμορφώνει τη θέση της στην Ενωμένη Ευρώπη.
«Σήμερα που η ανθρωπότητα έχει ανάγκη από ανάπαυλα και σκέψη», γράφει ο Ιωάννης Χατζηφώτης, «και προπαντός από επανεκτίμηση των σημερινών πνευματικών αξιών της, ο αριθμός αυτός των μοναχών έχει θλιβερά περιορισθεί και οι φρουροί της πνευματικής ευημερίας της ανθρωπότητας βρίσκουν πως έμειναν οι μισοί. Η μοναδική και πολύτιμη αυτή κληρονομιά βρίσκεται μέσα σε ελληνικό έδαφος. Δεν είναι, παρόλα αυτά, εθνικός αλλά παγκόσμιος θησαυρός με ανυπολόγιστη αξία για όλους μας. Εκείνο που χρειάζεται είναι η κατανόηση για το είδος της ζωής στο Άγιο Όρος και από την κατανόηση αυτή θα προκύψει μια παγκόσμια παράκληση, για να διατηρηθεί ο Άθως ανέπαφος».
Ο Βάσος Βογιατζόγλου θα μεταφέρει τις δικές του εικόνες «ο καμπανάρης γέροντας ισχνός και κατασκότεινος, μαλλιά λευκά, λευκή γενειάδα, σα ρώσος βογιάρος ή πρωτοχριστιανός ερημίτης της Αιγύπτου. Άγρια χέρια και δασιά, με τα μανίκια σηκωμένα ίσαμε τον αγκώνα, περπατώντας ανάλαφρα, σα να μην ακουμπάει στην γη. Ανηφορίζουμε μαζί τις σκάλες του καμπαναριού. Δοκάρια, τραβέρσες, αντηρίδες, ξύλο που το φαγε ο σάρακας και το νερό, σκάλες που τρίζουνε σε κάθε βήμα, θαρρείς και ξεκολλάνε τα σπλάχνα του ναού κάτω από τα πόδια μας. Ως την κορφή. Σιωπηλές και ακίνητες στοχάζονται οι αρχαίες καμπάνες της μονής. Πελώριες, χαλκοπράσινες, ήσυχες σφίγγες, ξεχασμένες Πυθίες απ’ ‘άλλα χρόνια, με το χρησμό που έκρυψαν στο μουσικό τους μέταλλο οι αιώνες, σημαίνοντας δόξες και πένθη, νίκες και θάνατο, γιορτές και θρήνους και καταστροφές. Παράξενο τούτο το πλησίασμα».
Ο Κώστας Σαρδελής βλέπει την ορθοδοξία διαρκώς μαχόμενη με χίλιους εχθρούς. « Η Ελλάδα έχει μια τραγικότητα διαφορετική από κείνη της Δύσης. Ο Έλληνας ανέκαθεν ζητά μέσα στον χώρο και στον χρόνο την παραμυθία, την υπέρβαση του χώρου και το χρόνου, του ίδιου του εαυτού του.»
Στον 21ο αιώνα ο Άθως εξακολουθεί να αποτελεί πόλο έλξης ανθρώπων που τον επισκέπτονται ως πολιτισμικό αντικείμενο, ως θρησκευτικό προορισμό εκπλήρωσης τάματος, ως χώρο ιδιαίτερης ιστορικής αξίας. Σε κάθε περίπτωση διαπιστώνουμε την ξεχωριστή έλξη που ασκεί διαχρονικά στους ανθρώπους, ανεξάρτητα από το λόγο ή την αφορμή της επίσκεψής τους. Κι εμείς κάναμε ένα νοερό ταξίδι μέσα από τις φωνές και τα μάτια λογοτεχνών μας, μέσα από τη γλαφυρή γραφή της κ. Ευαγγελίας Δαμουλή- Φίλια.
Ελένη Ερίκη, Φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο Δράμας και μέλος του Λυκείου των Ελληνίδων Δράμας. Βιβλιοπαρουσίαση στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως Δράμας, Φεβρουάριος 2024